δεσπόσυνος

δεσπόσυνος
δεσπόσυνος, -ον (Α) [δεσπότης]
1. αυτός που ανήκει στον δεσπότη, στον κύριο
2. ο γιος τού δεσπότη, τού κυρίου
3. φρ. «δεσπόσυνοι ἀνάγκαι» — η απολυταρχική διακυβέρνηση
4. το αρσ. ως ουσ. ο δεσπόσυνος
ο δεσπότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεσπόσυνος — of masc nom sg δεσπόσυνος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόσυνον — δεσπόσυνος of masc acc sg δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc sg δεσπόσυνος of masc/fem acc sg δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνων — δεσπόσυνος of fem gen pl δεσπόσυνος of masc/neut gen pl δεσπόσυνος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνοις — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνοισι — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνοισιν — δεσπόσυνος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνου — δεσπόσυνος of masc/neut gen sg δεσπόσυνος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνους — δεσπόσυνος of masc acc pl δεσπόσυνος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποσύνῳ — δεσπόσυνος of masc/neut dat sg δεσπόσυνος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπόσυνα — δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc pl δεσπόσυνος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”