- δεσπόσυνος
- δεσπόσυνος, -ον (Α) [δεσπότης]1. αυτός που ανήκει στον δεσπότη, στον κύριο2. ο γιος τού δεσπότη, τού κυρίου3. φρ. «δεσπόσυνοι ἀνάγκαι» — η απολυταρχική διακυβέρνηση4. το αρσ. ως ουσ. ο δεσπόσυνοςο δεσπότης.
Dictionary of Greek. 2013.